- ἀπαρτίζοντας
- ἀπαρτίζωmake evenpres part act masc acc plἀπαρτίζωmake evenpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
ηβικό οστό — Ένα από τα τρία οστά που ενώνονται μεταξύ τους με χόνδρο και γύρω στο εικοστό έτος της ηλικίας συνοστεώνονται, απαρτίζοντας έτσι το ανώνυμο οστό της λεκάνης. Τα δύο άλλα οστά ονομάζονται λαγόνιο και ισχιακό … Dictionary of Greek